- παρελέξατο
- παραλέγωpluck out superfluous hairaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρελέξατ' — παρελέξατο , παραλέγω pluck out superfluous hair aor ind mid 3rd sg παρελέξατε , παραλέγω pluck out superfluous hair aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθρα — (I) (Α λάθρα και λάθρα και δωρ. τ. λάθρη) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να γίνει κάποιος αντιληπτός (α. «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο λάθρη», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. ύπουλα, προδοτικά 2. ανεπαίσθητα, ελαφρά 3. φρ. «λάθρῃ… … Dictionary of Greek